Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φθορισμός οι φθορισμοί
      γενική του φθορισμού των φθορισμών
    αιτιατική τον φθορισμό τους φθορισμούς
     κλητική φθορισμέ φθορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθορισμός < φθορίζω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoressence)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φθορισμός αρσενικό

αντιπαραβολικό (όχι αντώνυμο) επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία