fluorescence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfluorescence (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fluorescence | fluorescences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfluorescence (fr) θηλυκό
fluorescence (en)
ενικός | πληθυντικός |
fluorescence | fluorescences |
fluorescence (fr) θηλυκό