φθόριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- φθόριο < (καθαρεύουσα) φθόριον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phthore < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω
- ή (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φθόριον (φάρμακο που καταστρέφει το έμβρυο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφθόριο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 9 και χημικό σύμβολο το F
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φθόριο | τα | φθόρια |
γενική | του | φθορίου & φθόριου |
των | φθορίων |
αιτιατική | το | φθόριο | τα | φθόρια |
κλητική | φθόριο | φθόρια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- φθόριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία φθόριο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φθόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας