↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθοριωμένος η φθοριωμένη το φθοριωμένο
      γενική του φθοριωμένου της φθοριωμένης του φθοριωμένου
    αιτιατική τον φθοριωμένο τη φθοριωμένη το φθοριωμένο
     κλητική φθοριωμένε φθοριωμένη φθοριωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθοριωμένοι οι φθοριωμένες τα φθοριωμένα
      γενική των φθοριωμένων των φθοριωμένων των φθοριωμένων
    αιτιατική τους φθοριωμένους τις φθοριωμένες τα φθοριωμένα
     κλητική φθοριωμένοι φθοριωμένες φθοριωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φθοριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου *φθοριώνω < φθόριο

φθοριωμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία