φθοριωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθοριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου *φθοριώνω < φθόριο
Μετοχή
επεξεργασίαφθοριωμένος, -η, -ο
- (χημεία) (νεολογισμός) που έχει υποστεί φθορίωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φθοριωμένος