Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθορίωση οι φθοριώσεις
      γενική της φθορίωσης* των φθοριώσεων
    αιτιατική τη φθορίωση τις φθοριώσεις
     κλητική φθορίωση φθοριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φθοριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθορίωση < (καθαρεύουσα) φθορίωσις < φθόριο + -ωσις < μεσαιωνική ελληνική φθόριον < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fluoration)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fθoˈɾi.o.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φθορίωση θηλυκό

  1. (χημεία) η εισαγωγή ενώσεων φθορίου στο πόσιμο νερό για τη μείωση ή εξάλειψη της οδοντικής φθοράς
     αντώνυμα: αποφθορίωση
  2. (φυσική) φωτοβολία που εκπέμπεται από κάποιες ουσίες, όταν εκτεθούν σε ηλιακή ή άλλη ακτινοβολία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία