εξάλειψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξάλειψη < ελληνιστική κοινή ἐξάλειψ(ις) (σοβάτισμα, καταστροφή) + -η. Μορφολογικά, ἐξ ἀλειφ- -σις.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksa.li.psi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξάλειψη θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξάλειψη
Επεξεργασία
- ↑ «εξάλειψη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.