Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξάλειψη οι εξαλείψεις
      γενική της εξάλειψης* των εξαλείψεων
    αιτιατική την εξάλειψη τις εξαλείψεις
     κλητική εξάλειψη εξαλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάλειψ(ις) (σοβάτισμα, καταστροφή) + . Μορφολογικά, ἐξ + ἀλειφ- -σις.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈksa.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξά‐λει‐ψη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξάλειψη θηλυκό

  1. εξαφάνιση, το αποτέλεσμα του εξαλείφω
  2. (νομικός όρος) κατάργηση[1]

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αλείφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία