εξάλειψη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάλειψη | οι | εξαλείψεις |
γενική | της | εξάλειψης* | των | εξαλείψεων |
αιτιατική | την | εξάλειψη | τις | εξαλείψεις |
κλητική | εξάλειψη | εξαλείψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαλείψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξάλειψ(ις) (σοβάτισμα, καταστροφή) + -η. Μορφολογικά, ἐξ + ἀλειφ- -σις.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈksa.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξά‐λει‐ψη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξάλειψη θηλυκό
- εξαφάνιση, το αποτέλεσμα του εξαλείφω
- (νομικός όρος) κατάργηση[1]
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αλείφω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εξάλειψη
Επεξεργασία
- ↑ «εξάλειψη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.