Δείτε επίσης: ἐξαλείφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαλείφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαλείφω < ἐξ + ἀλείφω (εξ- + αλείφω)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksaˈli.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐λεί‐φω
παλιότερος συλλαβισμός: εξ‐α‐λεί‐φω

εξαλείφω

  1. αφαιρώ κάτι από κάποια επιφάνεια
     συνώνυμα: σβήνω, ξεπλένω, αφανίζω, καθαρίζω
    ※  καὶ τ' ἄστρα τ' ἀναρίθμητα / ἀπὸ τὸν μέγαν Ὄλυμπον / πάντα ἐξαλείφει. (Ανδρέας Κάλβος, Ἡ Λύρα, Ὠδὴ δευτέρα, Εἰς δόξαν, ι΄, 1824)
  2. (νομικός όρος) αφαιρώ μέρος κειμένου που έχει νομική υπόσταση
     συνώνυμα: διαγράφω, καταργώ, ακυρώνω
    ⮡  Δήλωση πρέπει να υποβάλει και καθένας που εξάλειψε υποθήκη ή προσημείωση στα ακίνητά του.
  3. (μεταφορικά) προκαλώ καταστροφή, χαμό ή θάνατο
     συνώνυμα: χαλάω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
    ※  Τότε ἄρχισε ὁ Ἀρμασμπέρης νὰ λαβαίνει μέτρα πῶς νὰ μ' ἐξαλείψει. (Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, βιβλίον γ΄, κεφ. 3ον, περίπου 1830)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. {Π:Μπαμπινιώτης 2010}}