εξαφανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαφανίζω < αρχαία ελληνική ἐξαφανίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξαφανίζω, πρτ.: εξαφάνιζα, στ.μέλλ.: θα εξαφανίσω, αόρ.: εξαφάνισα, παθ.φωνή: εξαφανίζομαι, μτχ.π.π.: εξαφανισμένος
- κάνω κάτι να είναι αθέατο, να μην μπορεί κανείς να το δει ή να το βρει
- ο μάγος είπε τις μαγικές λέξεις και εξαφάνισε την τράπουλα
- κάνω κάτι να μην υπάρχει πια, εξαλείφω
- μας υπόσχονται ότι οι νέες καλλιέργειες θα εξαφανίσουν το πρόβλημα της πείνας ...
- καταστρέφω, εξολοθρεύω
- Η κλιματική αλλαγή απειλεί να εξαφανίσει παραθαλάσσιες πόλεις και νησιά
- (νομικός όρος) αναιρώ δικαστική απόφαση[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:ας το δει καποιος νομικός)]]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαφανίζω | εξαφάνιζα | θα εξαφανίζω | να εξαφανίζω | εξαφανίζοντας | |
β' ενικ. | εξαφανίζεις | εξαφάνιζες | θα εξαφανίζεις | να εξαφανίζεις | εξαφάνιζε | |
γ' ενικ. | εξαφανίζει | εξαφάνιζε | θα εξαφανίζει | να εξαφανίζει | ||
α' πληθ. | εξαφανίζουμε | εξαφανίζαμε | θα εξαφανίζουμε | να εξαφανίζουμε | ||
β' πληθ. | εξαφανίζετε | εξαφανίζατε | θα εξαφανίζετε | να εξαφανίζετε | εξαφανίζετε | |
γ' πληθ. | εξαφανίζουν(ε) | εξαφάνιζαν εξαφανίζαν(ε) |
θα εξαφανίζουν(ε) | να εξαφανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαφάνισα | θα εξαφανίσω | να εξαφανίσω | εξαφανίσει | ||
β' ενικ. | εξαφάνισες | θα εξαφανίσεις | να εξαφανίσεις | εξαφάνισε | ||
γ' ενικ. | εξαφάνισε | θα εξαφανίσει | να εξαφανίσει | |||
α' πληθ. | εξαφανίσαμε | θα εξαφανίσουμε | να εξαφανίσουμε | |||
β' πληθ. | εξαφανίσατε | θα εξαφανίσετε | να εξαφανίσετε | εξαφανίστε | ||
γ' πληθ. | εξαφάνισαν εξαφανίσαν(ε) |
θα εξαφανίσουν(ε) | να εξαφανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαφανίσει | είχα εξαφανίσει | θα έχω εξαφανίσει | να έχω εξαφανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαφανίσει | είχες εξαφανίσει | θα έχεις εξαφανίσει | να έχεις εξαφανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαφανίσει | είχε εξαφανίσει | θα έχει εξαφανίσει | να έχει εξαφανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαφανίσει | είχαμε εξαφανίσει | θα έχουμε εξαφανίσει | να έχουμε εξαφανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαφανίσει | είχατε εξαφανίσει | θα έχετε εξαφανίσει | να έχετε εξαφανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαφανίσει | είχαν εξαφανίσει | θα έχουν εξαφανίσει | να έχουν εξαφανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαφανίζω