↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαφανισμένος η εξαφανισμένη το εξαφανισμένο
      γενική του εξαφανισμένου της εξαφανισμένης του εξαφανισμένου
    αιτιατική τον εξαφανισμένο την εξαφανισμένη το εξαφανισμένο
     κλητική εξαφανισμένε εξαφανισμένη εξαφανισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαφανισμένοι οι εξαφανισμένες τα εξαφανισμένα
      γενική των εξαφανισμένων των εξαφανισμένων των εξαφανισμένων
    αιτιατική τους εξαφανισμένους τις εξαφανισμένες τα εξαφανισμένα
     κλητική εξαφανισμένοι εξαφανισμένες εξαφανισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαφανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαφανίζω, εξαφανίζομαι

εξαφανισμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξαφανιστεί, που είναι άγνωστο το πού βρίσκεται
    άλλες μορφές: σύμβολο (για γλώσσες, στην ταξινομία)
  2. (σε σχήμα υπερβολής) για κάποιον που έχουμε να τον δούμε πολύ καιρό ή είναι πολύ απασχολημένος για πολύ καιρό και δεν έχει ελεύθερο χρόνο να δει τους φίλους του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία