εξαφανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαφανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαφανίζω, εξαφανίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεξαφανισμένος, -η, -ο
- που έχει εξαφανιστεί, που είναι άγνωστο το πού βρίσκεται
- άλλες μορφές: σύμβολο † (για γλώσσες, στην ταξινομία)
- (σε σχήμα υπερβολής) για κάποιον που έχουμε να τον δούμε πολύ καιρό ή είναι πολύ απασχολημένος για πολύ καιρό και δεν έχει ελεύθερο χρόνο να δει τους φίλους του