Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαφανίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξαφανίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εξαφανίζομαι

  1. χάνομαι
  2. δεν έχω επικοινωνία με κάποιον

Εκφράσεις επεξεργασία

  • εξαφανίζομαι από προσώπου γης

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία