εξαφανίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαφανίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξαφανίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεξαφανίζομαι
- χάνομαι
- δεν έχω επικοινωνία με κάποιον
Εκφράσεις
επεξεργασία- εξαφανίζομαι από προσώπου γης
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαφανίζομαι | εξαφανιζόμουν(α) | θα εξαφανίζομαι | να εξαφανίζομαι | ||
β' ενικ. | εξαφανίζεσαι | εξαφανιζόσουν(α) | θα εξαφανίζεσαι | να εξαφανίζεσαι | (εξαφανίζου) | |
γ' ενικ. | εξαφανίζεται | εξαφανιζόταν(ε) | θα εξαφανίζεται | να εξαφανίζεται | ||
α' πληθ. | εξαφανιζόμαστε | εξαφανιζόμαστε εξαφανιζόμασταν |
θα εξαφανιζόμαστε | να εξαφανιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαφανίζεστε | εξαφανιζόσαστε εξαφανιζόσασταν |
θα εξαφανίζεστε | να εξαφανίζεστε | (εξαφανίζεστε) | |
γ' πληθ. | εξαφανίζονται | εξαφανίζονταν εξαφανιζόντουσαν |
θα εξαφανίζονται | να εξαφανίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαφανίστηκα | θα εξαφανιστώ | να εξαφανιστώ | εξαφανιστεί | ||
β' ενικ. | εξαφανίστηκες | θα εξαφανιστείς | να εξαφανιστείς | εξαφανίσου | ||
γ' ενικ. | εξαφανίστηκε | θα εξαφανιστεί | να εξαφανιστεί | |||
α' πληθ. | εξαφανιστήκαμε | θα εξαφανιστούμε | να εξαφανιστούμε | |||
β' πληθ. | εξαφανιστήκατε | θα εξαφανιστείτε | να εξαφανιστείτε | εξαφανιστείτε | ||
γ' πληθ. | εξαφανίστηκαν εξαφανιστήκαν(ε) |
θα εξαφανιστούν(ε) | να εξαφανιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαφανιστεί | είχα εξαφανιστεί | θα έχω εξαφανιστεί | να έχω εξαφανιστεί | εξαφανισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαφανιστεί | είχες εξαφανιστεί | θα έχεις εξαφανιστεί | να έχεις εξαφανιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαφανιστεί | είχε εξαφανιστεί | θα έχει εξαφανιστεί | να έχει εξαφανιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαφανιστεί | είχαμε εξαφανιστεί | θα έχουμε εξαφανιστεί | να έχουμε εξαφανιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαφανιστεί | είχατε εξαφανιστεί | θα έχετε εξαφανιστεί | να έχετε εξαφανιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαφανιστεί | είχαν εξαφανιστεί | θα έχουν εξαφανιστεί | να έχουν εξαφανιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαφανίζομαι
|