ενεστώτας disappear
γ΄ ενικό ενεστώτα disappears
αόριστος disappeared
παθητική μετοχή disappeared
ενεργητική μετοχή disappearing

Ετυμολογία

επεξεργασία
disappear < dis- + appear

disappear (en)

  • εξαφανίζομαι
      You disappeared without saying anything.
    Εξαφανίστηκες χωρίς να πεις τίποτα.
      Where have you disappeared to all this time?
    Πού είστε εξαφανισμένοι όλο αυτόν τον καιρό;
      I want to disappear for a few days.
    Θέλω να εξαφανιστώ για μερικές μέρες.
      Many ships and planes have disappeared in this area.
    Σε αυτήν την περιοχή έχουν εξαφανιστεί πολλά πλοία και αεροπλάνα.
     συνώνυμα:  go, go away και vanish