vanish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | vanish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vanishes |
αόριστος | vanished |
παθητική μετοχή | vanished |
ενεργητική μετοχή | vanishing |
Ρήμα
επεξεργασίαvanish (en)
ενεστώτας | vanish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vanishes |
αόριστος | vanished |
παθητική μετοχή | vanished |
ενεργητική μετοχή | vanishing |
vanish (en)