go away
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαgo away (en)
- (ιδιωματισμός) άι να χαθείς!
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | go away |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes away |
αόριστος | went away |
παθητική μετοχή | gone away |
ενεργητική μετοχή | going away |
go away (en)
- απομακρύνομαι, φεύγω
- ⮡ He dropped the letter in the box and went away.
- Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
- ⮡ I am going away for vacation tomorrow.
- Φεύγω για διακοπές αύριο.
- ⮡ He dropped the letter in the box and went away.
- εξαφανίζομαι, χάνομαι, φεύγω
Πηγές
επεξεργασία- go away - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 107. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομακρύνω