Ετυμολογία

επεξεργασία
go away < → δείτε τις λέξεις go και away

  Έκφραση

επεξεργασία

go away (en)

ενεστώτας go away
γ΄ ενικό ενεστώτα goes away
αόριστος went away
παθητική μετοχή gone away
ενεργητική μετοχή going away

go away (en)

  1. απομακρύνομαι, φεύγω
    ⮡  He dropped the letter in the box and went away.
    Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
    ⮡  I am going away for vacation tomorrow.
    Φεύγω για διακοπές αύριο.
  2. εξαφανίζομαι, χάνομαι, φεύγω
    ⮡  You went away without saying anything.
    Εξαφανίστηκες χωρίς να πεις τίποτα.
    ⮡  Please go away for a while.
    Σε παρακαλώ να εξαφανιστείς για λίγο.
    ⮡  I told the doctor the pain won’t go away.
    Είπα στην γιατρό ότι ο πόνος δε φεύγει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disappear