φεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγω
Ρήμα
επεξεργασίαφεύγω, πρτ.: έφευγα, στ.μέλλ.: θα φύγω, αόρ.: έφυγα
- κινούμαι από έναν τόπο με σκοπό να πάω κάπου αλλού, αφήνω ένα μέρος, αναχωρώ ή αποχωρώ
- το τρένο φεύγει στις 8
- φεύγω από την Ελλάδα
- παραμερίζω, απομακρύνομαι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- φύγε από μπροστά μου, δε βλέπω
- όπου φύγει-φύγει
- έφυγα!!!! έγινα καπνός!
- μη φεύγεις από το θέμα
- απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία μου επειδή το θέλω εγώ (τον εγκαταλείπω) ή αυτός (επειδή με θεωρεί εμπόδιο)
- αν φύγεις θα σκοτωθώ (αν με εγκαταλείψεις ερωτικά, αν χωρίσουμε)]
- η Ελλάδα έφυγε από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του Κυπριακού (βγήκε, έπαψε να συμμετέχει στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας)
- μου ξεκαθάρισε ότι πρέπει να φύγω από τη μέση
- παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι
- να δω πώς θα φύγει τώρα ο λεκές
- πώς φεύγουν έτσι τα λεφτά
- διατίθεμαι, πωλούμαι
- με χαμηλές τιμές φεύγει εύκολα το εμπόρευμα
- ξεφεύγω, δραπετεύω
- ο κατάδικος τους έφυγε μέσα από τα χέρια
- δεν κατάλαβα πώς μου έφυγε το παιδί και βρέθηκε στο δρόμο
- μου φεύγει: χάνω τον έλεγχο ενός πράγματος, μου ξεφεύγει
- του έφυγαν τα τσίσα
- του έφυγε το τιμόνι κι έπεσε στην κολώνα
- είναι εμπιστευτικά όλα αυτά, μη σου φύγει κουβέντα
- (μεταφορικά) πεθαίνω
- πάει ο κυρ-Κώστας, έφυγε
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίακαι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φεύγω | έφευγα | θα φεύγω | να φεύγω | φεύγοντας | |
β' ενικ. | φεύγεις | έφευγες | θα φεύγεις | να φεύγεις | φεύγε | |
γ' ενικ. | φεύγει | έφευγε | θα φεύγει | να φεύγει | ||
α' πληθ. | φεύγουμε | φεύγαμε | θα φεύγουμε | να φεύγουμε | ||
β' πληθ. | φεύγετε | φεύγατε | θα φεύγετε | να φεύγετε | φεύγετε | |
γ' πληθ. | φεύγουν(ε) | έφευγαν φεύγαν(ε) |
θα φεύγουν(ε) | να φεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφυγα | θα φύγω | να φύγω | φύγει | ||
β' ενικ. | έφυγες | θα φύγεις | να φύγεις | φύγε | ||
γ' ενικ. | έφυγε | θα φύγει | να φύγει | |||
α' πληθ. | φύγαμε | θα φύγουμε | να φύγουμε | |||
β' πληθ. | φύγατε | θα φύγετε | να φύγετε | φύγτε | ||
γ' πληθ. | έφυγαν φύγαν(ε) |
θα φύγουν(ε) | να φύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φύγει | είχα φύγει | θα έχω φύγει | να έχω φύγει | ||
β' ενικ. | έχεις φύγει | είχες φύγει | θα έχεις φύγει | να έχεις φύγει | ||
γ' ενικ. | έχει φύγει | είχε φύγει | θα έχει φύγει | να έχει φύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε φύγει | είχαμε φύγει | θα έχουμε φύγει | να έχουμε φύγει | ||
β' πληθ. | έχετε φύγει | είχατε φύγει | θα έχετε φύγει | να έχετε φύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν φύγει | είχαν φύγει | θα έχουν φύγει | να έχουν φύγει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕνεστώτας | φεύγω |
---|---|
Παρατατικός | ἔφευγον φεῦγον (ποιητ.) |
Μέλλοντας | φεύξομαι, φευξοῦμαι |
Αόριστος β' | ἔφυγον, (ἐφεύχθην) |
Παρακείμενος | πέφευγα |
Υπερσυντέλικος | ἐπεφεύγειν, (κατα)-πεφευγώς ἦν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φεύγω < το θέμα φευγ- και κατά μετάπτωση φυγ- (συγγενές με το λατινικό fugio)
Ρήμα
επεξεργασίαφεύγω
- τρέπομαι σε φυγή, προσπαθώ να φύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, γλιτώνω
- Ἀχαιοὶ ἀσπασίως ἀνέπνεον φεύγοντες Ἕκτορα δῖον (οι Αχαιοί ανέπνεαν με ανακούφιση που ξέφυγαν, γλίτωσαν από τον θεϊκό Έκτορα)
- ἔξειμι γαίας, φιλτάτων παίδων φόνον φεύγουσα (θα φύγω έξω από τη χώρα, για να γλιτώσω -τις συνέπειες- από το φόνο των αγαπημένων μου παιδιών)
- Ἀλκαῖος ὁ ποιητὴς νικώντων Ἀθηναίων αὐτὸς φεύγων ἐκφεύγει (Ο Αλκαίος το έβαλε στα πόδια και ξέφυγε -στους ενεστωτικούς τύπους το φεύγω συχνά συνοδευόταν και από συγγενές ρήμα που αποσαφήνιζε αν κάποιος τα κατάφερε να γλιτώσει ή αν απλώς αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να ξεφύγει)
- είμαι εξόριστος, εξορίζομαι, ζω στην εξορία, καταδιώκομαι
- δύο δ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἔτη φευγέτω (θα αναγκαστεί να ζήσει στην εξορία δύο χρόνια)
- ὅσοι φυγόντες μετὰ τῶν πολεμίων ἐπὶ τὴν χώραν ἐστράτευσαν... (οι εξόριστοι που συμμάχησαν με τους εχθρούς της χώρας τους και..)
- κατηγορούμαι ή αποδρώ και αυτοεξορίζομαι για να αποφύγω κατηγορία
- φόνου φεύγω (στην Αττική, "κατηγορούμαι, δικάζομαι για φόνο", αλλού όμως "δραπετεύω για να γλιτώσω" από τη δίκη για φόνο)
- φεύγω δειλίας (κατηγορούμαι για δειλίά)
- τὸ φεῦγον ψήφισμα (το υπο αμφισβήτηση, το προς κατάργηση ψήφισμα)
- ῥᾷστον ἐστιν ἀνδρὸς περὶ θανάτου φεύγοντος τὰ ψευδῆ καταμαρτυρῆσαι (εύκολα κατηγορείς έναν άνδρα για φόνο με ψευδή στοιχεία)
- απολογούμαι
- ἔφευγε μὴ εἰδέναι (απολογήθηκε ότι δεν εγνώριζε, ότι είχε άγνοια)
- ξεφεύγω για αντικείμενα, αφηρημένες έννοιες
- ἡνίοχον φύγον ἡνία (του ξέφυγαν τα ηνία)
- ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων (τι κουβέντα ήταν αυτή που ξέφυγε από το στόμα σου)
Συγγενικά
επεξεργασία- ὁ φεύγων (ο εξόριστος και ο κατηγορούμενος) (προς αντιδιαστολή ο διώκων: ο κατήγορος)
- τό φευκτέον
- ὁ φευκτός, ἡ φευκτή, τό φευκτόν
- ἡ φεῦξις (τῆς φεύξεως) και αρχαιότερος τύπος ἡ φῦξις (η φυγή)
- φύγαδε
- φυγαδεία
- φυγαδεύω
- φυγαδικός
- φυγαίχμης
- φυγαρχέω
- φυγάς
- φυγή
- φυγομαχέω
- φυγόμαχος