Ετυμολογία

επεξεργασία
φεύγω < αρχαία ελληνική φεύγω

φεύγω, πρτ.: έφευγα, στ.μέλλ.: θα φύγω, αόρ.: έφυγα

  1. κινούμαι από έναν τόπο με σκοπό να πάω κάπου αλλού, αφήνω ένα μέρος, αναχωρώ ή αποχωρώ
    το τρένο φεύγει στις 8
    φεύγω από την Ελλάδα
  2. παραμερίζω, απομακρύνομαι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
    φύγε από μπροστά μου, δε βλέπω
    όπου φύγει-φύγει
    έφυγα!!!! έγινα καπνός!
    μη φεύγεις από το θέμα
  3. απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία μου επειδή το θέλω εγώ (τον εγκαταλείπω) ή αυτός (επειδή με θεωρεί εμπόδιο)
    αν φύγεις θα σκοτωθώ (αν με εγκαταλείψεις ερωτικά, αν χωρίσουμε)]
    η Ελλάδα έφυγε από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του Κυπριακού (βγήκε, έπαψε να συμμετέχει στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας)
    μου ξεκαθάρισε ότι πρέπει να φύγω από τη μέση
  4. παύω να υπάρχω, εξαφανίζομαι
    να δω πώς θα φύγει τώρα ο λεκές
    πώς φεύγουν έτσι τα λεφτά
  5. διατίθεμαι, πωλούμαι
    με χαμηλές τιμές φεύγει εύκολα το εμπόρευμα
  6. ξεφεύγω, δραπετεύω
    ο κατάδικος τους έφυγε μέσα από τα χέρια
    δεν κατάλαβα πώς μου έφυγε το παιδί και βρέθηκε στο δρόμο
  7. μου φεύγει: χάνω τον έλεγχο ενός πράγματος, μου ξεφεύγει
    του έφυγαν τα τσίσα
    του έφυγε το τιμόνι κι έπεσε στην κολώνα
    είναι εμπιστευτικά όλα αυτά, μη σου φύγει κουβέντα
  8. (μεταφορικά) πεθαίνω
    πάει ο κυρ-Κώστας, έφυγε

Συγγενικά

επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας φεύγω
Παρατατικός ἔφευγον
φεῦγον (ποιητ.)
Μέλλοντας φεύξομαι,
φευξοῦμαι
Αόριστος β' ἔφυγον,
(ἐφεύχθην)
Παρακείμενος πέφευγα
Υπερσυντέλικος ἐπεφεύγειν,
(κατα)-πεφευγώς ἦν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεύγω < το θέμα φευγ- και κατά μετάπτωση φυγ- (συγγενές με το λατινικό fugio)

φεύγω

  1. τρέπομαι σε φυγή, προσπαθώ να φύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, γλιτώνω
    Ἀχαιοὶ ἀσπασίως ἀνέπνεον φεύγοντες Ἕκτορα δῖον (οι Αχαιοί ανέπνεαν με ανακούφιση που ξέφυγαν, γλίτωσαν από τον θεϊκό Έκτορα)
    ἔξειμι γαίας, φιλτάτων παίδων φόνον φεύγουσα (θα φύγω έξω από τη χώρα, για να γλιτώσω -τις συνέπειες- από το φόνο των αγαπημένων μου παιδιών)
    Ἀλκαῖος ὁ ποιητὴς νικώντων Ἀθηναίων αὐτὸς φεύγων ἐκφεύγει (Ο Αλκαίος το έβαλε στα πόδια και ξέφυγε -στους ενεστωτικούς τύπους το φεύγω συχνά συνοδευόταν και από συγγενές ρήμα που αποσαφήνιζε αν κάποιος τα κατάφερε να γλιτώσει ή αν απλώς αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να ξεφύγει)
  2. είμαι εξόριστος, εξορίζομαι, ζω στην εξορία, καταδιώκομαι
    δύο δ᾽ ἐξ ἀνάγκης ἔτη φευγέτω (θα αναγκαστεί να ζήσει στην εξορία δύο χρόνια)
    ὅσοι φυγόντες μετὰ τῶν πολεμίων ἐπὶ τὴν χώραν ἐστράτευσαν... (οι εξόριστοι που συμμάχησαν με τους εχθρούς της χώρας τους και..)
  3. κατηγορούμαι ή αποδρώ και αυτοεξορίζομαι για να αποφύγω κατηγορία
    φόνου φεύγω (στην Αττική, "κατηγορούμαι, δικάζομαι για φόνο", αλλού όμως "δραπετεύω για να γλιτώσω" από τη δίκη για φόνο)
    φεύγω δειλίας (κατηγορούμαι για δειλίά)
    τὸ φεῦγον ψήφισμα (το υπο αμφισβήτηση, το προς κατάργηση ψήφισμα)
    ῥᾷστον ἐστιν ἀνδρὸς περὶ θανάτου φεύγοντος τὰ ψευδῆ καταμαρτυρῆσαι (εύκολα κατηγορείς έναν άνδρα για φόνο με ψευδή στοιχεία)
  4. απολογούμαι
    ἔφευγε μὴ εἰδέναι (απολογήθηκε ότι δεν εγνώριζε, ότι είχε άγνοια)
  5. ξεφεύγω για αντικείμενα, αφηρημένες έννοιες
    ἡνίοχον φύγον ἡνία (του ξέφυγαν τα ηνία)
    ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων (τι κουβέντα ήταν αυτή που ξέφυγε από το στόμα σου)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία