ενεστωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενεστωτικός
- (γραμματική) που έχει σχέση με τον ενεστώτα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ενεστώτας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενεστωτικός
|