Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυγόμαχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φυγόμαχ
ος
η
φυγόμαχ
η
το
φυγόμαχ
ο
γενική
του
φυγόμαχ
ου
της
φυγόμαχ
ης
του
φυγόμαχ
ου
αιτιατική
τον
φυγόμαχ
ο
τη
φυγόμαχ
η
το
φυγόμαχ
ο
κλητική
φυγόμαχ
ε
φυγόμαχ
η
φυγόμαχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φυγόμαχ
οι
οι
φυγόμαχ
ες
τα
φυγόμαχ
α
γενική
των
φυγόμαχ
ων
των
φυγόμαχ
ων
των
φυγόμαχ
ων
αιτιατική
τους
φυγόμαχ
ους
τις
φυγόμαχ
ες
τα
φυγόμαχ
α
κλητική
φυγόμαχ
οι
φυγόμαχ
ες
φυγόμαχ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φυγόμαχος
<
φεύγω
+
μάχη
Επίθετο
επεξεργασία
φυγόμαχος, η, ο
εκείνος που συστηματικά αποφεύγει να μάχεται για ιδέες ή άτομα που θεωρείται ότι όφειλε να υποστηρίζει
Συγγενικά
επεξεργασία
φυγομαχώ
φυγομαχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φυγόμαχος
αγγλικά
:
deserter
(en)