↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυγόμαχος η φυγόμαχη το φυγόμαχο
      γενική του φυγόμαχου της φυγόμαχης του φυγόμαχου
    αιτιατική τον φυγόμαχο τη φυγόμαχη το φυγόμαχο
     κλητική φυγόμαχε φυγόμαχη φυγόμαχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυγόμαχοι οι φυγόμαχες τα φυγόμαχα
      γενική των φυγόμαχων των φυγόμαχων των φυγόμαχων
    αιτιατική τους φυγόμαχους τις φυγόμαχες τα φυγόμαχα
     κλητική φυγόμαχοι φυγόμαχες φυγόμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγόμαχος < φεύγω + μάχη

  Επίθετο

επεξεργασία

φυγόμαχος, η, ο

  • εκείνος που συστηματικά αποφεύγει να μάχεται για ιδέες ή άτομα που θεωρείται ότι όφειλε να υποστηρίζει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία