φυγομαχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυγομαχία < φυγομαχώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυγομαχία θηλυκό
- η ενέργεια του φυγομαχώ, το να αποφεύγει κάποιος μία μάχη που θεωρείται ότι θα έπρεπε να δώσει
- (μεταφορικά) η απόσυρση από μια πρόκληση, η άρνηση να ανταποκριθεί κάποιος σε αυτήν, η αποφυγή της αντιπαράθεσης για κάτι που κανονικά ο φυγομαχών θα έπρεπε να υπερασπιστεί