προσφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσφεύγω < (ελληνιστική κοινή) προσφεύγω < πρός + αρχαία ελληνική φεύγω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσφεύγω
- ζητώ ή επικαλούμαι τη βοήθεια ή την παρέμβαση κάποιου (ατόμου, αρμόδιας αρχής κ.λπ)
- (νομικός όρος) κάνω προσφυγή
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσφεύγω | προσέφευγα | θα προσφεύγω | να προσφεύγω | προσφεύγοντας | |
β' ενικ. | προσφεύγεις | προσέφευγες | θα προσφεύγεις | να προσφεύγεις | πρόσφευγε | |
γ' ενικ. | προσφεύγει | προσέφευγε | θα προσφεύγει | να προσφεύγει | ||
α' πληθ. | προσφεύγουμε | προσφεύγαμε | θα προσφεύγουμε | να προσφεύγουμε | ||
β' πληθ. | προσφεύγετε | προσφεύγατε | θα προσφεύγετε | να προσφεύγετε | προσφεύγετε | |
γ' πληθ. | προσφεύγουν(ε) | προσέφευγαν προσφεύγαν(ε) |
θα προσφεύγουν(ε) | να προσφεύγουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσέφυγα | θα προσφύγω | να προσφύγω | προσφύγει | ||
β' ενικ. | προσέφυγες | θα προσφύγεις | να προσφύγεις | πρόσφυγε | ||
γ' ενικ. | προσέφυγε | θα προσφύγει | να προσφύγει | |||
α' πληθ. | προσφύγαμε | θα προσφύγουμε | να προσφύγουμε | |||
β' πληθ. | προσφύγατε | θα προσφύγετε | να προσφύγετε | προσφύγτε | ||
γ' πληθ. | προσέφυγαν προσφύγαν(ε) |
θα προσφύγουν(ε) | να προσφύγουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσφύγει | είχα προσφύγει | θα έχω προσφύγει | να έχω προσφύγει | ||
β' ενικ. | έχεις προσφύγει | είχες προσφύγει | θα έχεις προσφύγει | να έχεις προσφύγει | ||
γ' ενικ. | έχει προσφύγει | είχε προσφύγει | θα έχει προσφύγει | να έχει προσφύγει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσφύγει | είχαμε προσφύγει | θα έχουμε προσφύγει | να έχουμε προσφύγει | ||
β' πληθ. | έχετε προσφύγει | είχατε προσφύγει | θα έχετε προσφύγει | να έχετε προσφύγει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσφύγει | είχαν προσφύγει | θα έχουν προσφύγει | να έχουν προσφύγει |
|