προσφυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσφυγή < ελληνιστική < προσφεύγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσφυγή θηλυκό
- η ενέργεια του προσφεύγω, η αναζήτηση διεξόδου σε κάποιο πρόβλημα
- η προσφυγή στις κάλπες
- η αίτηση σε επίσημη αρχή για την επανεξέταση ενός θέματος
- η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο