• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διέξοδος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διέξοδος οι διέξοδοι (διέξοδες)
      γενική της διεξόδου των διεξόδων
    αιτιατική τη διέξοδο τις διεξόδους (διέξοδες)
     κλητική διέξοδε (διέξοδο) διέξοδοι (διέξοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διέξοδος < αρχαία ελληνική διέξοδος < διά + ἔξοδος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διέξοδος θηλυκό

  1. το πέρασμα που δίνει τη δυνατότητα για έξοδο
  2. (ως επίθετο) που προσφέρει μια διέξοδο, μια λύση
    διέξοδες επιλογές
    ≠ αντώνυμα: αδιέξοδος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διεξοδικός
  • διεξοδικότητα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διέξοδος
  • γαλλικά : issue (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διέξοδος&oldid=5467181"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 10:43
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 10:43.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie