διέξοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διέξοδος | οι | διέξοδοι (διέξοδες) |
γενική | της | διεξόδου | των | διεξόδων |
αιτιατική | τη | διέξοδο | τις | διεξόδους (διέξοδες) |
κλητική | διέξοδε (διέξοδο) | διέξοδοι (διέξοδες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διέξοδος < αρχαία ελληνική διέξοδος < διά + ἔξοδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιέξοδος θηλυκό