Δείτε επίσης: ἔξοδος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έξοδος οι έξοδοι
      γενική της εξόδου των εξόδων
    αιτιατική την έξοδο τις εξόδους
     κλητική έξοδε
(έξοδο)
έξοδοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έξοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔξοδος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.kso.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ξο‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έξοδος θηλυκό

  1. το σημείο από όπου κάποιος εξέρχεται, βγαίνει από ένα χώρο
  2. η ενέργεια με την οποία κάποιος φεύγει από ένα χώρο
    1. η απόπειρα διάσπασης του κλοιού πολιορκίας μιας πόλης από τους κατοίκους της που επιχειρούν να την εγκαταλείψουν μαζικά και συντονισμένα προκειμένου να διαφύγουν από τους πολιορκητές και η οποία συνήθως βασίζεται στον όγκο και την ορμητικότητα των πρώτων ώστε να έχει πιθανότητες επιτυχίας
      η έξοδος του Μεσολογγίου
    2. μαζική μετακίνηση των κατοίκων της πόλης προς την ύπαιθρο που λαμβάνει χώρα στις αργίες, κατά την έναρξη των περιόδων διακοπών ή για λόγους ανωτέρας βίας προκειμένου να προφυλαχθούν από κάποιο μεγάλο επερχόμενο κίνδυνο
      η μαζική έξοδος των Αθηναίων κάθε Σαββατοκύριακο
  3. (πληροφορική) η χρονική στιγμή ή το στάδιο της λήψης ή αποστολής ή αποθήκευσης των αποτελεσμάτων μιας υπολογιστικής διαδικασίας
  4. (πληροφορική) το σημείο επικοινωνίας ενός υπολογιστή με το εξωτερικό του περιβάλλον π.χ. με μία ή περισσότερες εξωτερικές συσκευές όπως μία οθόνη ή εκτυπωτή ή κάποιου είδους δίκτυο, από το οποίο μπορεί να στείλει δεδομένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία