Ετυμολογία

επεξεργασία
βγαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐβγαίνω < αμάρτυρο **ἐγβαίνω με αντιμετάθεση των συμφώνων < αρχαία ελληνική ἐκβαίνω με μερική αφομοίωση [kv] > [ɣv].[1] Δείτε και το βγάζω.

βγαίνω , πρτ.: έβγαινα, στ.μέλλ.: θα βγω, αόρ.: βγήκα, μτχ.π.π.: βγαλμένος

  1. προχωρώ ώστε να βρεθώ έξω από ένα κλειστό χώρο
     συνώνυμα: εξέρχομαι
     αντώνυμα: μπαίνω, εισέρχομαι
  2. πηγαίνω για διασκέδαση, συνήθως με παρέα
  3. έχω ερωτική σχέση με ένα άτομο
      Πόσο καιρό βγαίνεις μαζί της;
  4. (για φυτά) βλασταίνω, φυτρώνω
      Έχουν βγει τα σπαράγγια. Πάμε να μαζέψουμε;
    • (για μέρη φυτών, κλαδιά, άνθη, καρπούς)
  5. (για επαγγελματικούς χώρους) αρχίζω τη σταδιοδρομία μου
      Βγήκε στο θέατρο σε ηλικία 18 χρονών.
  6. προέρχομαι
      Από πού βγαίνει η λέξη αυτή;
  7. (για έντυπα, ταινίες, δίσκους κλπ) κυκλοφορώ
  8. αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις
      Δεν έβγαινε οικονομικά το μαγαζί του και αναγκάστηκε να το κλείσει.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. βγαίνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.