προέρχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προέρχομαι < αρχαία ελληνική προέρχομαι < πρό + ἔρχομαι (πηγαίνω μπροστά, φεύγω). Η νεότερη σημασία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά: provenir [1]
Ρήμα επεξεργασία
προέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατατικός: προερχόμουν αόριστος: προήλθα (προφορικά: προήρθα)
- (κυριολεκτικά) έρχομαι από κάποιο μέρος ή τόπο,
- (μεταφορικά) εκπορεύομαι, πηγάζω
- κατάγομαι
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προέρχομαι
επεξεργασία
- ↑ προέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.