Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
spring springs

spring (en)

  1. η άνοιξη
  2. η πηγή (νερού)
  3. το ελατήριο
    the spring of a watch - το ελατήριο ενός ρολογιού
     συνώνυμα: coil

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας spring
γ΄ ενικό ενεστώτα springs
αόριστος sprang, sprung
παθητική μετοχή sprung
ενεργητική μετοχή springing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spring (en)

  1. (αμετάβατο) αναπηδώ, πηδάω, πετιέμαι, κάνω απότομη κίνηση σε ιδιαίτερη κατεύθυνση
    I spring to my feet.
    Αναπηδώ όρθιος.
    He sprang behind a tree.
    Πήδηξε πίσω από ένα δέντρο.
    He sprang out of his chair.
    Πετάχτηκε από την καρέκλα του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jump
  2. πηγάζω

  Πηγές επεξεργασία