spring
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spring | springs |
spring (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | spring |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | springs |
αόριστος | sprang, sprung |
παθητική μετοχή | sprung |
ενεργητική μετοχή | springing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spring (en)