πηγάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηγάζω < αρχαία ελληνική πηγάζω < πηγή
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπηγάζω
- (κυριολεκτικά) ξεπηδώ από πηγή, αναβλύζω
- (μεταφορικά) προέρχομαι, εκπορεύομαι
- ※ Το όνομα του όρους Μιτσικέλι πηγάζει από τη σλαβική λέξη μέτσκα που θα πει αρκούδα. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πηγή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηγάζω | πήγαζα | θα πηγάζω | να πηγάζω | πηγάζοντας | |
β' ενικ. | πηγάζεις | πήγαζες | θα πηγάζεις | να πηγάζεις | πήγαζε | |
γ' ενικ. | πηγάζει | πήγαζε | θα πηγάζει | να πηγάζει | ||
α' πληθ. | πηγάζουμε | πηγάζαμε | θα πηγάζουμε | να πηγάζουμε | ||
β' πληθ. | πηγάζετε | πηγάζατε | θα πηγάζετε | να πηγάζετε | πηγάζετε | |
γ' πληθ. | πηγάζουν(ε) | πήγαζαν πηγάζαν(ε) |
θα πηγάζουν(ε) | να πηγάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πήγασα | θα πηγάσω | να πηγάσω | πηγάσει | ||
β' ενικ. | πήγασες | θα πηγάσεις | να πηγάσεις | πήγασε | ||
γ' ενικ. | πήγασε | θα πηγάσει | να πηγάσει | |||
α' πληθ. | πηγάσαμε | θα πηγάσουμε | να πηγάσουμε | |||
β' πληθ. | πηγάσατε | θα πηγάσετε | να πηγάσετε | πηγάστε | ||
γ' πληθ. | πήγασαν πηγάσαν(ε) |
θα πηγάσουν(ε) | να πηγάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πηγάσει | είχα πηγάσει | θα έχω πηγάσει | να έχω πηγάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πηγάσει | είχες πηγάσει | θα έχεις πηγάσει | να έχεις πηγάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πηγάσει | είχε πηγάσει | θα έχει πηγάσει | να έχει πηγάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πηγάσει | είχαμε πηγάσει | θα έχουμε πηγάσει | να έχουμε πηγάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πηγάσει | είχατε πηγάσει | θα έχετε πηγάσει | να έχετε πηγάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πηγάσει | είχαν πηγάσει | θα έχουν πηγάσει | να έχουν πηγάσει |
|