Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πηγάζω < αρχαία ελληνική πηγάζω < πηγή

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɣa.zo/

  Ρήμα Επεξεργασία

πηγάζω

  1. (κυριολεκτικά) ξεπηδώ από πηγή, αναβλύζω
  2. (μεταφορικά) προέρχομαι, εκπορεύομαι
    ※  Το όνομα του όρους Μιτσικέλι πηγάζει από τη σλαβική λέξη μέτσκα που θα πει αρκούδα. (Βασίλης Αλεξάκης (1995) Η μητρική γλώσσα)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πηγή

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία