• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

origine

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Εσπεράντο (eo)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Επίρρημα
  • 3 Ιταλικά (it)
    • 3.1 Ουσιαστικό

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
origine origines

origine (fr) αρσενικό

  1. η αρχή
  2. η καταγωγή, η προέλευση
  3. η αφετηρία
  4. η απαρχή



Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

origine < origin- + -e

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

origine (eo)

  • στην αρχή, κατ' αρχάς, αρχικά



Ιταλικά (it)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
origine origini

origine (it) αρσενικό

  1. η καταγωγή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=origine&oldid=5244211"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:45

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Català
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Latina
    • Limburgs
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • ไทย
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie