Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
origine origines

origine (fr) αρσενικό

  1. η αρχή
  2. η καταγωγή, η προέλευση
  3. η αφετηρία
  4. η απαρχή



Ετυμολογία

επεξεργασία
origine < origin- + -e

Επίρρημα

επεξεργασία

origine (eo)



Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
origine origini

origine (it) αρσενικό

  1. η καταγωγή