αναβλύζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβλύζω < αρχαία ελληνική ἀναβλύζω < ἀνά + βλύζω
Ρήμα
επεξεργασίααναβλύζω
- (κυριολεκτικά) (για υγρά) ξεχύνομαι ορμητικά
- (μεταφορικά) αναδύομαι, πηγάζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναβλύζω | ανάβλυζα | θα αναβλύζω | να αναβλύζω | αναβλύζοντας | |
β' ενικ. | αναβλύζεις | ανάβλυζες | θα αναβλύζεις | να αναβλύζεις | ανάβλυζε | |
γ' ενικ. | αναβλύζει | ανάβλυζε | θα αναβλύζει | να αναβλύζει | ||
α' πληθ. | αναβλύζουμε | αναβλύζαμε | θα αναβλύζουμε | να αναβλύζουμε | ||
β' πληθ. | αναβλύζετε | αναβλύζατε | θα αναβλύζετε | να αναβλύζετε | αναβλύζετε | |
γ' πληθ. | αναβλύζουν(ε) | ανάβλυζαν αναβλύζαν(ε) |
θα αναβλύζουν(ε) | να αναβλύζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάβλυσα | θα αναβλύσω | να αναβλύσω | αναβλύσει | ||
β' ενικ. | ανάβλυσες | θα αναβλύσεις | να αναβλύσεις | ανάβλυσε | ||
γ' ενικ. | ανάβλυσε | θα αναβλύσει | να αναβλύσει | |||
α' πληθ. | αναβλύσαμε | θα αναβλύσουμε | να αναβλύσουμε | |||
β' πληθ. | αναβλύσατε | θα αναβλύσετε | να αναβλύσετε | αναβλύστε | ||
γ' πληθ. | ανάβλυσαν αναβλύσαν(ε) |
θα αναβλύσουν(ε) | να αναβλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναβλύσει | είχα αναβλύσει | θα έχω αναβλύσει | να έχω αναβλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναβλύσει | είχες αναβλύσει | θα έχεις αναβλύσει | να έχεις αναβλύσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναβλύσει | είχε αναβλύσει | θα έχει αναβλύσει | να έχει αναβλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναβλύσει | είχαμε αναβλύσει | θα έχουμε αναβλύσει | να έχουμε αναβλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναβλύσει | είχατε αναβλύσει | θα έχετε αναβλύσει | να έχετε αναβλύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναβλύσει | είχαν αναβλύσει | θα έχουν αναβλύσει | να έχουν αναβλύσει |
|