Δείτε επίσης: ἀναπηδῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπηδώ < αρχαία ελληνική ἀναπηδάω / ἀναπηδῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.piˈðo/

αναπηδώ , πρτ.: αναπηδούσα, στ.μέλλ.: θα αναπηδήσω, αόρ.: αναπήδησαμτχ αναπηδώντας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία