Δείτε επίσης: ἀναπηδῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

αναπηδώ , πρτ.: αναπηδούσα, στ.μέλλ.: θα αναπηδήσω, αόρ.: αναπήδησαμτχ αναπηδώντας

Μεταφράσεις

επεξεργασία