rebound (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rebound (en)

  1. το ριμπάουντ
  2. η ανάρρωση από μια αρρώστια
  3. η προσπάθεια να συνέλθει κανείς από μια αποτυχία (πχ συναισθηματική)