Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ριμπάουντ < αγγλική rebound
 
Ο Ισπανός παίκτης Inaki de Miguel κερδίζει ένα ριμπάουντ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ριμπάουντ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) η επιτυχημένη ενέργεια να πάρει ένας παίκτης υπό την κατοχή του την μπάλα μετά από μια αποτυχημένη βολή

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία