ριμπάουντ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαριμπάουντ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η επιτυχημένη ενέργεια να πάρει ένας παίκτης υπό την κατοχή του την μπάλα μετά από μια αποτυχημένη βολή
ριμπάουντ ουδέτερο άκλιτο