πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάρρωση οι αναρρώσεις
      γενική της ανάρρωσης* των αναρρώσεων
    αιτιατική την ανάρρωση τις αναρρώσεις
     κλητική ανάρρωση αναρρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρρώσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάρρωση θηλυκό

  • η βελτίωση της κατάστασης της υγείας ενός ασθενούς και η φάση κατά την οποία αρχίζει πλέον να ανακτά τις δυνάμεις του
  •   Κάποιες ιώσεις μεταδίδονται όταν η νόσος είναι σε έξαρση, αλλά πολλές μεταδίδονται και στη φάση της ανάρρωσης

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία