Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάρρωση οι αναρρώσεις
      γενική της ανάρρωσης* των αναρρώσεων
    αιτιατική την ανάρρωση τις αναρρώσεις
     κλητική ανάρρωση αναρρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρρώσεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάρρωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνάρρωσις + -ση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νάρ‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάρρωση θηλυκό

  • η βελτίωση της κατάστασης της υγείας ενός ασθενούς και η φάση κατά την οποία αρχίζει πλέον να αναλαμβάνει τις δυνάμεις του
    Κάποιες ιώσεις μεταδίδονται όταν η νόσος είναι σε έξαρση, αλλά πολλές μεταδίδονται και στη φάση της ανάρρωσης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία