• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βελτίωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελτίωση οι βελτιώσεις
      γενική της βελτίωσης* των βελτιώσεων
    αιτιατική τη βελτίωση τις βελτιώσεις
     κλητική βελτίωση βελτιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βελτιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βελτίωση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βελτίωση θηλυκό

  • η αλλαγή προς το καλύτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • βέλτιστος
  • βελτιώνομαι
  • βελτιώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βελτίωση
  • αγγλικά : improvement (en)
  • γαλλικά : amélioration (fr)
  • ρωσικά : улучшение (ru) -->
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βελτίωση&oldid=5581530"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Αυγούστου 2022, στις 22:08

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Limburgs
    • Malagasy
    • Polski
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Αυγούστου 2022, στις 22:08.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας