Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρρωτικός η αναρρωτική το αναρρωτικό
      γενική του αναρρωτικού της αναρρωτικής του αναρρωτικού
    αιτιατική τον αναρρωτικό την αναρρωτική το αναρρωτικό
     κλητική αναρρωτικέ αναρρωτική αναρρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρρωτικοί οι αναρρωτικές τα αναρρωτικά
      γενική των αναρρωτικών των αναρρωτικών των αναρρωτικών
    αιτιατική τους αναρρωτικούς τις αναρρωτικές τα αναρρωτικά
     κλητική αναρρωτικοί αναρρωτικές αναρρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρρωτικός < ανάρρωση

  Επίθετο επεξεργασία

αναρρωτικός

  1. ο σχετικός με την ανάρρωση
    αναρρωτική άδεια σε εργαζόμενο που είχε ασθενήσει και έχει το δικαίωμα να απουσιάσει από τη δουλειά
  2. που βοηθά στην ανάρρωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία