αναρρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρρωτικός < ανάρρωση
Επίθετο
επεξεργασίααναρρωτικός
- ο σχετικός με την ανάρρωση
- αναρρωτική άδεια σε εργαζόμενο που είχε ασθενήσει και έχει το δικαίωμα να απουσιάσει από τη δουλειά
- που βοηθά στην ανάρρωση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αναρρωτική ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρρωτικός
|