recovery
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- recovery < μέση αγγλική recoveree
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
recovery (en)
- ανάρρωση, η αποκατάσταση της καλής υγείας
- ανάνηψη
- ανάκαμψη
- ανάκτηση, επανάκτηση
- ανάσυρση πτώματος, νεκρού