ανάκαμψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάκαμψη | οι | ανακάμψεις |
γενική | της | ανάκαμψης* | των | ανακάμψεων |
αιτιατική | την | ανάκαμψη | τις | ανακάμψεις |
κλητική | ανάκαμψη | ανακάμψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακάμψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάκαμψη < αρχαία ελληνική ἀνάκαμψις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάκαμψη θηλυκό (ο πληθυντικός δόκιμος κυρίως για το γυμναστικό παράγγελμα)
- η κάμψη, η στροφή ή η αναστροφή προς τα πάνω ή προς τα πίσω
- (κατ’ επέκταση) μετάβαση σε μία καλύτερη κατάσταση ύστερα από προηγούμενη πτώση ή κάμψη
- η οικονομική ανάκαμψη μιας επιχείρησης δεν γίνεται με περικοπές και "αλληλούια"
- (ειδικότερα) γυμναστικό παράγγελμα για να ανασηκωθούν τα χέρια και να λυγίσουν ώστε να έρθουν οι παλάμες (με πλεγμένα τα δάχτυλα των δύο χεριών) στον αυχένα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (ιατρική) ανάκαμψη περιτοναίου
- (ιατρική) ανάκαμψη υπεζωκότα
- (ιατρική) ανάκαμψη περικαρδίου
- περίοδος ανάκαμψης
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανάκαμψη
Πηγές
επεξεργασία- ανάκαμψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)