reprise
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
reprise (en)
- επανάληψη (μουσικού μοτίβου σε σύνθεση ή γενικότερα επανάληψη σε οτιδήποτε)
Ρήμα επεξεργασία
reprise (en)
- επαναλαμβάνω (μουσικό μοτίβο σε σύνθεση ή γενικότερα επαναλαμβάνω οτιδήποτε)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reprise | reprises |
reprise (fr) θηλυκό
- η επανάληψη, το ριμέικ, η επανεκκίνηση
- το μπάλωμα
- η ανακατάληψη
- η ανάκαμψη
- η επαναλειτουργία