Ουσιαστικό

επεξεργασία

reprise (en)

  • επανάληψη (μουσικού μοτίβου σε σύνθεση ή γενικότερα επανάληψη σε οτιδήποτε)

reprise (en)

  • επαναλαμβάνω (μουσικό μοτίβο σε σύνθεση ή γενικότερα επαναλαμβάνω οτιδήποτε)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
reprise reprises

reprise (fr) θηλυκό

  1. η επανάληψη, το ριμέικ, η επανεκκίνηση
  2. το μπάλωμα
  3. η ανακατάληψη
  4. η ανάκαμψη
  5. η επαναλειτουργία