πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάλωμα τα μπαλώματα
      γενική του μπαλώματος των μπαλωμάτων
    αιτιατική το μπάλωμα τα μπαλώματα
     κλητική μπάλωμα μπαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πουκάμισο με μπάλωμα στον αγκώνα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος μπαλώνω
  2. το κομμάτι υφάσματος με το οποίο μπαλώνουν
  3. (μεταφορικά)
    1. η επιδιόρθωση τρύπας σε δρόμο, τοίχο, κλπ.
    2. πρόχειρη κάλυψη τρύπας
  4. (αργκό, πληροφορική) συνώνυμο του επίθεμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία