Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπάλωμα τα μπαλώματα
      γενική του μπαλώματος των μπαλωμάτων
    αιτιατική το μπάλωμα τα μπαλώματα
     κλητική μπάλωμα μπαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πουκάμισο με μπάλωμα στον αγκώνα.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάλωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάλωμα < ἐμπάλωμαν < ἐμπαλώ(νω) + -μα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈba.lo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπά‐λω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος μπαλώνω
  2. το κομμάτι υφάσματος με το οποίο μπαλώνουν
  3. (μεταφορικά)
    1. η επιδιόρθωση τρύπας σε δρόμο, τοίχο, κλπ.
    2. πρόχειρη κάλυψη τρύπας
  4. (αργκό, πληροφορική) συνώνυμο του επίθεμα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία