Δείτε επίσης: ὕφασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύφασμα τα υφάσματα
      γενική του υφάσματος των υφασμάτων
    αιτιατική το ύφασμα τα υφάσματα
     κλητική ύφασμα υφάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ύφασμα < αρχαία ελληνική ὕφασμα < ὑφαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ύφασμα ουδέτερο

  • το υλικό που έχει κατασκευαστεί από φυσικές ή τεχνητές ίνες πλεγμένες κάθετα μεταξύ τους σε αργαλειό ή παρόμοια μηχανήματα και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή ενδυμάτων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία