Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υφασμάτινος η υφασμάτινη το υφασμάτινο
      γενική του υφασμάτινου της υφασμάτινης του υφασμάτινου
    αιτιατική τον υφασμάτινο την υφασμάτινη το υφασμάτινο
     κλητική υφασμάτινε υφασμάτινη υφασμάτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υφασμάτινοι οι υφασμάτινες τα υφασμάτινα
      γενική των υφασμάτινων των υφασμάτινων των υφασμάτινων
    αιτιατική τους υφασμάτινους τις υφασμάτινες τα υφασμάτινα
     κλητική υφασμάτινοι υφασμάτινες υφασμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφασμάτινος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υφασμάτινος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία