tissu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tissu | tissus |
tissu (fr) αρσενικό
- το ύφασμα
- sac en tissu - υφασμάτινος σάκος (τσάντα)
- (ανατομία) ο ιστός
ενικός | πληθυντικός |
tissu | tissus |
tissu (fr) αρσενικό