Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tissu tissus

tissu (fr) αρσενικό

  1. το ύφασμα
    sac en tissu - υφασμάτινος σάκος (τσάντα)
  2. (ανατομία) ο ιστός