Δείτε επίσης: ύφασμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὕφασμα < ὑφαίνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὕφασμα ουδέτερο

  1. ύφασμα, ρούχο υφασμένο
    πολλὰ δ' ἀγάλματ' ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε (Ομήρου Οδύσσεια, γ 274)
  2. ιστός