Δείτε επίσης: ὑφαίνω

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υφαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑφαίνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈfe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐φαί‐νω

  Ρήμα Επεξεργασία

υφαίνω, πρτ.: ύφαινα, αόρ.: ύφανα, παθ.φωνή: υφαίνομαι, π.αόρ.: υφάνθηκα, μτχ.π.π.: υφασμένος

  1. διαπλέκω νήματα σε αργαλειό (ή άλλο σχετικό μηχάνημα) και έτσι φτιάχνω ένα ύφασμα
  2. (μεταφορικά) σχεδιάζω κάτι μυστικά
     συνώνυμα: εξυφαίνω, μηχανεύομαι

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία