υφαίνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υφαίνω < αρχαία ελληνική ὑφαίνω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *webʰ-
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
υφαίνω (παθητική φωνή: υφαίνομαι)
- διαπλέκω νήματα σε αργαλειό (ή άλλο σχετικό μηχάνημα) και έτσι φτιάχνω ένα ύφασμα
- (μεταφορικά) σχεδιάζω κάτι μυστικά
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαίνω | ύφαινα | θα υφαίνω | να υφαίνω | υφαίνοντας | |
β' ενικ. | υφαίνεις | ύφαινες | θα υφαίνεις | να υφαίνεις | ύφαινε | |
γ' ενικ. | υφαίνει | ύφαινε | θα υφαίνει | να υφαίνει | ||
α' πληθ. | υφαίνουμε | υφαίναμε | θα υφαίνουμε | να υφαίνουμε | ||
β' πληθ. | υφαίνετε | υφαίνατε | θα υφαίνετε | να υφαίνετε | υφαίνετε | |
γ' πληθ. | υφαίνουν(ε) | ύφαιναν υφαίναν(ε) |
θα υφαίνουν(ε) | να υφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ύφανα | θα υφάνω | να υφάνω | υφάνει | ||
β' ενικ. | ύφανες | θα υφάνεις | να υφάνεις | ύφανε | ||
γ' ενικ. | ύφανε | θα υφάνει | να υφάνει | |||
α' πληθ. | υφάναμε | θα υφάνουμε | να υφάνουμε | |||
β' πληθ. | υφάνατε | θα υφάνετε | να υφάνετε | υφάνετε | ||
γ' πληθ. | ύφαναν υφάναν(ε) |
θα υφάνουν(ε) | να υφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υφάνει | είχα υφάνει | θα έχω υφάνει | να έχω υφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις υφάνει | είχες υφάνει | θα έχεις υφάνει | να έχεις υφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει υφάνει | είχε υφάνει | θα έχει υφάνει | να έχει υφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε υφάνει | είχαμε υφάνει | θα έχουμε υφάνει | να έχουμε υφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε υφάνει | είχατε υφάνει | θα έχετε υφάνει | να έχετε υφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν υφάνει | είχαν υφάνει | θα έχουν υφάνει | να έχουν υφάνει |
|