spin
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spin | spins |
spin (en)
- ιδιοστροφορμή
- στροβιλισμός γύρω από άξονα
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | spin |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spins |
αόριστος | spun |
παθητική μετοχή | spun |
ενεργητική μετοχή | spinning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spin (en)
- περιστρέφω
- κλώθω
- περιστρέφομαι
- ερμηνεύω κάτι προς το συμφέρον μου, διαστρεβλώνω
- σχηματίζω πήλινο ή τορνευτό αντικείμενο