Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηχανεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηχανεύομαι
<
αρχαία ελληνική
μηχανή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
mi.xaˈne.vo.me
/
Ρήμα
επεξεργασία
μηχανεύομαι
επινοώ
, ανακαλύπτω με το μυαλό μου συνήθως κάτι πονηρό
Συνώνυμα
επεξεργασία
σκαρφίζομαι
εξυφαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανεύομαι
αγγλικά
:
scheme
(en)
,
wangle
(en)
,
hatch
(en)
,
devise
(en)
,
contrive
(en)
,
concoct
(en)
,
invent
(en)
γαλλικά
:
s'ingénier