εξυφαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξυφαίνω < αρχαία ελληνική ἐξυφαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαεξυφαίνω
- (λόγιο) σχεδιάζω κάτι μυστικά ή ύπουλα, μηχανεύομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξυφαίνω | εξύφαινα | θα εξυφαίνω | να εξυφαίνω | εξυφαίνοντας | |
β' ενικ. | εξυφαίνεις | εξύφαινες | θα εξυφαίνεις | να εξυφαίνεις | εξύφαινε | |
γ' ενικ. | εξυφαίνει | εξύφαινε | θα εξυφαίνει | να εξυφαίνει | ||
α' πληθ. | εξυφαίνουμε | εξυφαίναμε | θα εξυφαίνουμε | να εξυφαίνουμε | ||
β' πληθ. | εξυφαίνετε | εξυφαίνατε | θα εξυφαίνετε | να εξυφαίνετε | εξυφαίνετε | |
γ' πληθ. | εξυφαίνουν(ε) | εξύφαιναν εξυφαίναν(ε) |
θα εξυφαίνουν(ε) | να εξυφαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξύφανα | θα εξυφάνω | να εξυφάνω | εξυφάνει | ||
β' ενικ. | εξύφανες | θα εξυφάνεις | να εξυφάνεις | εξύφανε | ||
γ' ενικ. | εξύφανε | θα εξυφάνει | να εξυφάνει | |||
α' πληθ. | εξυφάναμε | θα εξυφάνουμε | να εξυφάνουμε | |||
β' πληθ. | εξυφάνατε | θα εξυφάνετε | να εξυφάνετε | εξυφάνετε | ||
γ' πληθ. | εξύφαναν εξυφάναν(ε) |
θα εξυφάνουν(ε) | να εξυφάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξυφάνει | είχα εξυφάνει | θα έχω εξυφάνει | να έχω εξυφάνει | ||
β' ενικ. | έχεις εξυφάνει | είχες εξυφάνει | θα έχεις εξυφάνει | να έχεις εξυφάνει | ||
γ' ενικ. | έχει εξυφάνει | είχε εξυφάνει | θα έχει εξυφάνει | να έχει εξυφάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξυφάνει | είχαμε εξυφάνει | θα έχουμε εξυφάνει | να έχουμε εξυφάνει | ||
β' πληθ. | έχετε εξυφάνει | είχατε εξυφάνει | θα έχετε εξυφάνει | να έχετε εξυφάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξυφάνει | είχαν εξυφάνει | θα έχουν εξυφάνει | να έχουν εξυφάνει |
|