Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skiːm/
  (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
scheme schemes

scheme (en)

  1. σχέδιο
  2. σχέδιο δράσης, πλάνο
  3. σύστημα
  4. σχεδιάγραμμα
  5. (διαδίκτυο) το τμήμα μίας διεύθυνσης διαδικτύου (URL) που υποδεικνύει το πρωτόκολλο (protocol) επικοινωνίας (πχ. http, ftp για τα πρωτόκολλα HTTP, FTP) ή το είδος του πόρου (πχ. file)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • scheme στην αγγλική Βικιπαίδεια  
ενεστώτας scheme
γ΄ ενικό ενεστώτα schemes
αόριστος schemed
παθητική μετοχή schemed
ενεργητική μετοχή scheming

scheme (en)

  1. (αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
    ⮡  They were scheming to throw him out of the government.
    Μηχανορραφούσαν να τον πετάξουν από την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: plot
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 552-553. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μηχανορραφώ