plot
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
plot (en)
- η πλοκή
- το οικόπεδο
- το σχέδιο ή η συνωμοσία για τη διάπραξη ενός εγκλήματος
- γράφημα ή διάγραμμα, φτιαγμένο με το χέρι ή από ηλεκτρονική συσκευή
ΡήμαΕπεξεργασία
plot (en)
- (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα έγκλημα
- (αμετάβατο) συνωμοτώ
- φτιάχνω ένα γράφημα ή διάγραμμα
- σημειώνω (πχ μια θέση σε ένα γράφημα ή διάγραμμα)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
plot | plots |
plot (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) μεταλλικό έλασμα που επιτρέπει μια ηλεκτρική σύνδεση, η επαφή
- (τεχνολογία) ψηφιακή πληροφορία στην οθόνη ενός ραντάρ που παριστάνει ένα κινούμενο αντικείμενο
- (αθλητισμός) κωνικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον καθορισμό ορίων για μια δραστηριότητα
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
plot (cs) αρσενικό
- ο φράχτης