plot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plot | plots |
plot (en)
- η πλοκή, η υπόθεση
- η συνωμοσία, το σχέδιο για τη διάπραξη ενός εγκλήματος
- ⮡ He was the brains behind the plot.
- Ήταν ο εγκέφαλος της συνωμοσίας.
- ⮡ All his plots against me failed.
- Όλα του τα σχέδια εναντίον μου απότυχαν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conspiracy
- ⮡ He was the brains behind the plot.
- το οικόπεδο, ένα μικρό κομμάτι γης που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για ειδικό σκοπό
- ⮡ a seaside plot - παραθαλάσσιο οικόπεδο
- ⮡ Clearing of the plot happened before construction began.
- Το καθάρισμα του οικοπέδου έγινε πριν ξεκινήσει η κατασκευή.
- το διάγραμμα, φτιαγμένο με το χέρι ή από ηλεκτρονική συσκευή
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | plot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plots |
αόριστος | plotted |
παθητική μετοχή | plotted |
ενεργητική μετοχή | plotting |
plot (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
- (μεταβατικό) σημειώνω κάτι σε έναν χάρτη, για παράδειγμα τη θέση ή την πορεία κάποιου
- ⮡ I plotted my position on the map.
- Σημείωσα τη θέση μου στον χάρτη.
- ⮡ I plotted my position on the map.
- (μεταβατικό) παριστάνω, σχεδιάζω ένα γράφημα ή διάγραμμα
- ⮡ Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
- Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.
- ⮡ Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
Πηγές
επεξεργασία- plot (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plot (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 552-553, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: μηχανορραφώ, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
plot | plots |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαplot (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) μεταλλικό έλασμα που επιτρέπει μια ηλεκτρική σύνδεση, η επαφή
- (τεχνολογία) ψηφιακή πληροφορία στην οθόνη ενός ραντάρ που παριστάνει ένα κινούμενο αντικείμενο
- (αθλητισμός) κωνικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον καθορισμό ορίων για μια δραστηριότητα
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplot (cs) αρσενικό
- ο φράχτης