Δείτε επίσης: płot

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plot plots

plot (en)

  1. η πλοκή, η υπόθεση
    the plot of a short story/novel/drama/play - η πλοκή του διηγήματος/του μυθιστορήματος/του δράματος/του θεατρικού έργου
    the plot of a play/novel - η υπόθεση ενός έργου/μυθιστορήματος
     συνώνυμα:  premise, story και storyline
  2. το οικόπεδο
  3. το σχέδιο ή η συνωμοσία για τη διάπραξη ενός εγκλήματος
  4. το γράφημα ή το διάγραμμα, φτιαγμένο με το χέρι ή από ηλεκτρονική συσκευή
     συνώνυμα: graph
ενεστώτας plot
γ΄ ενικό ενεστώτα plots
αόριστος plotted
παθητική μετοχή plotted
ενεργητική μετοχή plotting

plot (en)

  1. (μεταβατικό) σχεδιάζω ένα έγκλημα
  2. (αμετάβατο) συνωμοτώ, μηχανορραφώ
    They were plotting to throw him out of the government.
    Μηχανορραφούσαν να τον πετάξουν από την κυβέρνηση.
     συνώνυμα: scheme
  3. φτιάχνω ένα γράφημα ή διάγραμμα
  4. σημειώνω (πχ μια θέση σε ένα γράφημα ή διάγραμμα)



      ενικός         πληθυντικός  
plot plots

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plot (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) μεταλλικό έλασμα που επιτρέπει μια ηλεκτρική σύνδεση, η επαφή
  2. (τεχνολογία) ψηφιακή πληροφορία στην οθόνη ενός ραντάρ που παριστάνει ένα κινούμενο αντικείμενο
  3. (αθλητισμός) κωνικό αντικείμενο που χρησιμεύει στον καθορισμό ορίων για μια δραστηριότητα



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plot (cs) αρσενικό