Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωνικός η κωνική το κωνικό
      γενική του κωνικού της κωνικής του κωνικού
    αιτιατική τον κωνικό την κωνική το κωνικό
     κλητική κωνικέ κωνική κωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωνικοί οι κωνικές τα κωνικά
      γενική των κωνικών των κωνικών των κωνικών
    αιτιατική τους κωνικούς τις κωνικές τα κωνικά
     κλητική κωνικοί κωνικές κωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωνικός < αρχαία ελληνική κωνικός < κῶνος

  Επίθετο επεξεργασία

κωνικός, -ή, -ό

  1. που μοιάζει με κώνο
  2. (γεωμετρία) που είναι μέρος ενός κώνου


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία