• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κωνικός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωνικός η κωνική το κωνικό
      γενική του κωνικού της κωνικής του κωνικού
    αιτιατική τον κωνικό την κωνική το κωνικό
     κλητική κωνικέ κωνική κωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωνικοί οι κωνικές τα κωνικά
      γενική των κωνικών των κωνικών των κωνικών
    αιτιατική τους κωνικούς τις κωνικές τα κωνικά
     κλητική κωνικοί κωνικές κωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
κωνικός < αρχαία ελληνική κωνικός < κῶνος

Επίθετο

επεξεργασία

κωνικός, -ή, -ό

  1. που μοιάζει με κώνο
  2. (γεωμετρία) που είναι μέρος ενός κώνου


Συγγενικά

επεξεργασία
  • κώνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κωνικός
  • γαλλικά : conique (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κωνικός&oldid=5155028"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Ιουλίου 2021, στις 04:25

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Ιουλίου 2021, στις 04:25.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας