Ετυμολογία

επεξεργασία
κῶνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱeh₃ (ακονίζω).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κῶνος αρσενικό

  1. το κουκουνάρι
  2. το πεύκο
  3. (γεωμετρία) ο κώνος