πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεύκο τα πεύκα
      γενική του πεύκου των πεύκων
    αιτιατική το πεύκο τα πεύκα
     κλητική πεύκο πεύκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πεύκα.
Κουκουνάρι πεύκου και πευκοβελόνες.

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεύκο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πεύκη, με αλλαγή γένους κατ' αναλογία προς το δέντρο [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεύκο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. {Π:ΛΚΝ}}